- ἀνάπωτις
- ἀνάπωτιςbeing sucked backfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάπωτις — ἀνάπωτις ( ιδος), η (Α) η άμπωτη* … Dictionary of Greek
ἀνάπωτιν — ἀνάπωτις being sucked back fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek